- ποινάτωρ
- ποιν-άτωρ [pron. full] [ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,A avenger, punisher, A.Ag.1281, E.El.23,268.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποινάτωρ — ποινά̱τωρ , ποινάτωρ avenger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινάτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) ποινήτωρ, τιμωρός, εκδικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. θηρά τωρ, γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
ποινάτορ' — ποινά̱τορα , ποινάτωρ avenger masc/fem acc sg ποινά̱τορι , ποινάτωρ avenger masc/fem dat sg ποινά̱τορε , ποινάτωρ avenger masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινήτωρ — ορος, ὁ, Μ βλ. ποινάτωρ … Dictionary of Greek
φίτυμα — ύματος, τὸ, Α [φιτύω] 1. κλαδί, βλαστάρι 2. μτφ. τέκνο, παιδί («μητροκτόνον φίτυμα, ποινάτωρ πατρός», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ποινάτορας — ποινά̱τορας , ποινάτωρ avenger masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)